περιελαύνεις

περιελαύνεις
περιελαύ̱νεις , περιελαύνω
drive round
aor subj act 2nd sg (epic)
περιελαύ̱νεις , περιελαύνω
drive round
pres ind act 2nd sg
περϊελαύ̱νεις , περιελαύνω
drive round
aor subj act 2nd sg (epic)
περϊελαύ̱νεις , περιελαύνω
drive round
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιελαύνω — Α [ελαύνω] 1. περιφέρω από τον έναν στον άλλο («θᾱττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας», Πολυδ.) 2. αρπάζω ως λεία («περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα», Πολ.) 3. παρενοχλώ, βασανίζω («οἶοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) 4. κατασκευάζω κάτι …   Dictionary of Greek

  • πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”